- ναυτόπαιδο
- τοναυτόπαις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυτόπαιδο — το μαθητευόμενος νεαρός ναύτης, αλλ. ναυτόπουλο, μούτσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούτσος — ο ναυτ. ναυτόπαιδο, μαθητευόμενος ναύτης χωρίς πείρα, νεαρής συνήθως ηλικίας, ο οποίος δεν έχει μια συγκεκριμένη ειδικότητα, εκπαιδεύεται όμως σε εργασίες τού καταστρώματος, στη ναυτική τέχνη, αλλά και στις φορτώσεις πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
ναυτόπαις — ο, και ναυτόπαιδο, το νεαρός ναύτης που μαθητεύει ως μέλος τού πληρώματος εμπορικού, κυρίως, πλοίου, ο μούτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + παῖς. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
ναυτόπουλο — το 1. ναυτόπαιδο 2. (ιδίως με θωπευτική σημασία) νεαρός ναύτης, ναυτάκι … Dictionary of Greek
μούτσος — ο (λ. ιταλ.), ο μαθητευόμενος ναύτης, το ναυτόπαιδο: Έκανε μούτσος σε μεγάλο καράβι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)